- προβληματικοῦ
- προβληματικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβληματικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προβληματικού, η πρόκληση ή η παρουσία προβλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβληματικός. Η λ., στον λόγιο τ. προβληματικότης, μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek